κεραμείο(ν)

κεραμείο(ν)
το (Α κεραμεῑον, ιων. τ. κεραμήϊον) [κεραμεύς]
το εργαστήριο τού κεραμέα («ἐξειργασμένον τοῡτο τὸ πεδίον καὶ κεράμεια ἐνῳκοδομημένα», Αισχίν.)
αρχ.
(ο ιων. τ.) κεραμήϊον
το κεράμιον*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κεραμείο — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 85 κάτ.) της Ικαρίας. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευδήλου του νομού Σάμου …   Dictionary of Greek

  • Evdilos — Stadtgemeinde Evdilos (1997–2010) Δήμος Ευδήλου …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”